- φαντασιαστικός
- -ή, -όν, ΜΑ [φαντασιάζω](για πρόσ.) αυτός που κατέχεται από φανταστικές εικόνες.επίρρ...φαντασιαστικῶς Αμε φαντασιαστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαντασιαστικόν — φαντασιαστικός receptive of impressions masc acc sg φαντασιαστικός receptive of impressions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασιαστικούς — φαντασιαστικός receptive of impressions masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασιαστική — φαντασιαστικός receptive of impressions fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασιαστικήν — φαντασιαστικός receptive of impressions fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασιαστικῶς — φαντασιαστικός receptive of impressions adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασιαστικῷ — φαντασιαστικός receptive of impressions masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)